μυΐσκη

μυΐσκη
μῠΐσκη, , Dim. of
A

μῦς 11

, small sea-mussel, Diph.Siph. ap. Ath. 3.90d, Xenocr. ap. Orib.2.58.92: [full] μῠΐσκος, , Marc.Sid.38, Plin.HN 32.149.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυΐσκη — μυΐσκη, ἡ (Α) [μύς] μικρό θαλάσσιο όστρακο, μικρό μύδι, μυδάκι …   Dictionary of Greek

  • μυΐσκος — μυΐσκος, ὁ (Α) [μύς] μυΐσκη* …   Dictionary of Greek

  • μύαξ — ο (ΑΜ μύαξ) ζωολ. το μύδι μσν. αρχιτ. το επάνω μέρος τής κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα αρχ. 1. όστρακο, καύκαλο 2. κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο τής λ. μῦς* (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, δηλωτικό… …   Dictionary of Greek

  • μυίσκαι — μυίσκᾱͅ , μυίσκη small sea mussel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”